Του Γιώργου Λακόπουλου
Ζούμε ιστορικές στιγμές; Αν στο Νταβός ο Τσίπρας και ο Ζάεφ έβαλαν τις βάσεις για να λυθεί το Σκοπιανό αυτό ακριβώς θα προκύψει: μια ιστορική διευθέτηση της σχέσης δυο χωρών που έπρεπε να έχει γίνει πριν από 25 χρονιά και όλοι ξέρουν γιατί δεν έγινε.
Οι Σκοπιανοί πλήρωσαν με απομόνωση και φτώχεια τις κατασκευασμένες παρανοήσεις της εποχής του Τίτο για τα εθνολογικά χαρακτηριστικά τους. Οι Έλληνες το -ανεξερεύνητο ακόμη- παιχνίδι ανάμεσα σε έναν πρωθυπουργό, τον υπουργό Εξωτερικών του και κάποιους επιχειρηματίες.
Ο φανατισμός και η αδιαλλαξία τροφοδοτήθηκε και από τις δύο πλευρές για να παιχτούν παιχνίδια πολιτικών της εποχής και από τις δυο πλευρές των συνόρων. Αλλά και για να εξυπηρετηθούν οικονομικά συμφέροντα.
Στο διάστημα που πέρασε από τότε η Ελλάδα δέσμευσε δυσανάλογο διπλωματικό κεφάλαιο και τελικά ηττήθηκε διπλωματικά στο μέτωπο της ονοματολογίας που η ίδια επέλεξε να μετατοπίσει τη σχέση της με τα Σκοπιά. Όλοι στον κόσμο σήμερα αποκαλούν αυτή τη μικρή χώρα «Μακεδονία».
Απορούν με την επιμονή των Ελλήνων να τη βαφτίσουν. Όπως μειδιούν κάθε φορά που κάποια ελληνική αντιπροσωπεία ακόμη και σε ανούσιες περιφερειακές διοργανώσεις αξιώνει να μπει το ταμπελάκι FΥROM μπροστά στους Σκοπιανούς. Στις σοβαρές διοργανώσεις το ταμπελάκι υπάρχει, αλλά κανείς δεν το προσέχει και όλοι αναφέρονται σε αυτή τη χώρα ως «Μακεδονία».
Η Ελλάδα -με μια αλλοπρόσαλλη ηγεσία όταν διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία- έδωσε μια λάθος πολιτική μάχη, σε λάθος στιγμή, με λάθος στόχο και την έχασε. Αντί να αναχαιτίσει τον αλυτρωτισμό που καλλιεργούσαν οι τυχοδιωκτισμοί των ηγετών στα Σκόπια, τον φούντωσε. Αντί να πολιτευτεί με την ουσία, εκτραχύνθηκε στην καπηλεία για να σταδιοδρομήσουν κάποιοι στην πολιτική.
Η προφανής σπουδή των μεγάλων δυνάμεων να σταθεροποιήσουν την περιοχή -κάθε μια για τους δικούς της λογούς- προτού φουντώσουν οι παραδοσιακοί εθνικισμοί που άρχισαν ήδη να αναζωπυρώνονται, άνοιξε ένα ιστορικό παράθυρο για την Ελλάδα.
Η πλευρά των Σκοπίων με νέα πολιτική ηγεσία δείχνει διατεθειμένη να ξεπεράσει το παρελθόν της και να συζητήσει μια νέα ονομασία, έναντι όλων, αποσύροντας έμπρακτα τους αλυτρωτισμούς και τα σύμβολά τους.
Από ελληνικής πλευράς ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έπιασε τον ιστορικό χαρακτήρα της ευκαιρίας και άνοιξε τη συζήτηση καλώντας τον Ζάεφ να αποδείξει στην πράξη τη μεταστροφή της χώρα του.
Όλα έδειχναν ότι τα πράγματα οδηγούνται σε θετική εξέλιξη για την Ελλάδα. Έχει τους άσους στα χέρια της και οι βασικές πολίτικες δυνάμεις της συμπίπτουν: όπως έδειξαν οι χειρισμοί των κυβερνήσεων Σημίτη, Καραμανλή και Παπανδρέου, αλλά και οι πάγιες θέσεις της Αριστεράς που κυβερνάει σήμερα.
Άρα μπορεί να ξεπεράσει τα εμπόδια που έβαζε η ίδια στον εαυτό της. Αφού ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ήταν σύμφωνοι στα βασικά τα πράγματα θα κυλούσαν ομαλά και μια εκκρεμότητα που δεν χρειάζεται θα έκλεινε. Αν όχι την ευθύνη θα την είχαν οι γείτονες.
Όμως ακριβώς επειδή η ευκαιρία είναι ιστορική απαιτεί και πολιτικούς ηγέτες με αίσθηση της ιστορίας για να τη χειριστούν. Το ατύχημα για την Ελλάδα αυτή την ώρα προέρχεται πάλι από το ίδιο κόμμα-όπως το 1992 με τον Σαμαρά. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα δικαιολογήσει σήμερα το ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης εγκλωβίζεται στον δρόμο του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας και της απομόνωσης. Διαγράφει ακόμη και τα χαρακτηριστικά με τα οποία ο ίδιος είχε φιλοτεχνήσει το προφίλ του.
Η δεξιά πτέρυγα της ΝΔ -σε ώσμωση με την ακροδεξιά και συμβαδίζοντας με τα πιο καθυστερημένα στοιχεία του κλήρου και της κοινωνίας -κατάφεραν τελικά να τον βάλουν απέναντι από τη λύση. Το άσβεστο πάθος του για εξουσία τον κατέστησε ευάλωτο και υποχείριό τους και κανείς δεν χαίρεται για αυτό, γιατί είχε ξεκινήσει αλλιώς.
Η τραγική εμφάνισή του στην τελευταία κομματική συνεδρίαση, υπό το σαρδόνιο ύφος του Σαμαρά και το μειδίαμα του Γεωργιάδη, επιβεβαίωσε όσους λένε ότι δεν έχει τα προσόντα να ηγηθεί της σύγχρονης συντηρητικής παράταξης. Στην πραγματικότητα επιστρέφει στην εποχή της ΕΡΕ και στα φαντάσματά της. Κρίμα για έναν πολιτικό που θα μπορούσε να ξεπλύνει σήμερα τα λάθη της παράταξης του συμβάλλοντας στη λύση. Δεν του επέτρεψαν να κάνει ούτε καν τα στοιχειώδη, σε ένα εθνικό θέμα, που έκανε ο Γ. Παπανδρέου το 2008 απέναντι στην κυβέρνηση Καραμανλή.
Πολλοί απορούν γιατί δεν συμβουλεύθηκε ούτε καν την αδελφή του που ξέρει από εξωτερική πολιτική και οδηγήθηκε στην τυφλή θέση «όχι η λέξη Μακεδονία στο όνομα» για την οποία ως τώρα κατηγορούσε τον Καμμένο. Είναι αρχηγός ενός κόμματος, αλλά απολάκτισε την προσωπική του θέση για να υιοθετήσει μια άλλη που υποτίθεται ότι θα πολεμούσε εσωκομματικά. Απέρριψε τη λύση πριν την ακούσει. Άβυσσος η ψυχή του πολιτικού.
Παρά τις εντάσεις που θα δημιουργήσουν εφεξής η επίσημη ΝΔ με την ακροδεξιά και τους κύκλους της εθνικής υστερίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός πρέπει να προσχωρήσει στη διαπραγμάτευση. Εφόσον αποδειχθεί ότι πραγματικά τα Σκόπια έχουν πρόθεση να ξεκινήσει μια νέα περίοδος για το ίδιο το κράτος τους και την περιοχή, να φτάσει στη λύση.
Έτσι θα φέρει τη σταθερότητα στην περιοχή, θα αποδεσμεύσει την Ελλάδα από ένα μέτωπο χωρίς ουσία και θα αναβαθμίσει το δικό του κύρος στη διεθνή πολιτική σκηνή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποδεικνύεται ότι διάλεξε τον δρόμο του και θα καταβάλει το κόστος. Γιατί η ΝΔ είναι μεγάλο ευρωπαϊκό κόμμα και θα ήταν αυτοκαταστροφικό να επιτρέψει στον Φράγκο και τον Άνθιμο να της επιβάλουν εξωτερική πολιτική.
Στα μάτια του μέσου πολίτη ο Κυριάκος υποτάχθηκε στον Άδωνι, τον Σαμαρά και τα συλλαλητήρια. Ποιος σοβαρός οπαδός της συντηρητικής παράταξης θα τον ακολουθήσει, όταν διαπιστώνει ότι επέλεξε να καταλήξει ένας ακόμη μοιραίος Μητσοτάκης. Ακόμη και στο κόμμα του οι περισσότεροι στο εξής θα θυμούνται ότι το οικογενειακό ιστορικό του είναι γεμάτο ανατριχιαστικά περιστατικά όταν βρίσκεται στην εξουσία και θα μακαρίζουν τη χώρα που έφτασε μόνο ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης.
Πηγή: Ανοιχτό Παράθυρο